- ἑπτάβοιον
- ἑπτάβοιοςmasc/fem acc sgἑπτάβοιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επτάβοιος — ἑπτάβοιος, ον (Α) επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + * βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά βοιος, εκατόμ βοιος)] … Dictionary of Greek